ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΑΡΙΝΑΣ
Γέννηση καὶ καταγωγὴ
Η ΜΑΡΙΝΑ ἡ μάρτυρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ Καλλιπάρθενος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ποὺ ἄρχοντας ἦταν ὁ Διοκληπανὸς ἢ ὁ Κλαύδιος Καίσαρας τὸ ἔτος 270 μ.χ.Οἱ γονεῖς τῆς Ἁγίας ἦταν ἀπὸ τοὺς πλουσίους καὶ ξακουστοὺς ἐκείνου τοῦ καιροῦ.
Ὁ πατέρας τῆς Ἁγίας ἦταν ἱερέας τῶν εἰδώλων καὶ εἶχε ἐπίσημη θέση στὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία. Τὸ ὄνομα τοῦ ἦταν Αἰδέσιος. Ὅταν γεννήθηκε ἡ Ἁγία μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες πέθανε ἡ μητέρα της καὶ ἔτσι ἔμεινε ὀρφανή. Τότε ὁ πατέρας τῆς Ἁγίας βρῆκε μία ἄλλη γυναίκα λίγο πιὸ μακριὰ καὶ τὴν ἔδωσε γιὰ νὰ τὴν θηλάσει καὶ νὰ τὴν ἀναθρέψει τοὺς βρεφικοὺς μῆνες.
Πῶς ἔγινε Χριστιανὴ
Σιγὰ σιγὰ κατηχήθηκε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τὸ χριστιανικὸ περιβάλλον τῆς εἶχε διδάξει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη στὸν Χριστό, ἔτσι ἀποφάσισε νὰ φύγει μακριὰ ἀπὸ τὸν εἰδωλολάτρη πατέρα της. Ὅταν ἄκουσε γιὰ τὴν ὑπέροχη διδασκαλία τοῦ Ναζωραίου καὶ τὴν μεγάλη θυσία Του, ἡ καρδιὰ τῆς σκλαβώθηκε ὁριστικά, γιατί στὸ μέρος αὐτὸ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ μιλοῦσαν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ὅταν ἄρχισε νὰ μεγαλώνει νὰ μιλάει καὶ νὰ καταλαβαίνει, παρακολουθοῦσε μὲ μεγάλο ζῆλο τὶς ὁμιλίες τῶν Χριστιανῶν. Σοφὴ καὶ συνετὴ ὅπως ἦταν στὴν παιδικὴ ἡλικία ἄρχισε νὰ ἀνησυχεῖ καὶ νὰ ρωτᾶ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἅγια Πίστη τῶν Χριστιανῶν.
Ἔπειτα ἔμαθε γιὰ τοὺς ἀγῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιὰ τὸ αἷμα, ποὺ πότιζε καθημερινὰ τὸ δένδρο τῆς ἀγάπης τοῦ Σωτῆρος καὶ ἡ καρδιὰ τῆς δενόταν μὲ τὴν Χριστιανοσύνη καὶ τοὺς ἀγῶνες της.
Ὧρες ὁλόκληρες ἔμενε τὶς νύχτες ἄυπνη. Ἀντὶ γιὰ ὕπνο καὶ ἀνάπαυση, σκεπτότανε: Ἔφερνε στὸ νοῦ τῆς ὅσα ἄκουγε, γιὰ τοὺς γενναίους Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ. Σκεφτότανε τὸ μεγαλεῖο της θυσίας τους. Ἄλλες φορὲς πάλι προσευχότανε μέχρι τὰ βαθειὰ μεσάνυχτα. Ὑμνοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Δημιουργίας.
Τὸν δοξολογοῦσε γιὰ τὰ τόσα ὡραῖα, ποὺ ἔβλεπαν καθημερινὰ τὰ μάτια της. Τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν φυλάξει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, νὰ διατηρήσει τὴν ἁγνότητά της καὶ νὰ τὴν πάρει στὴν Βασιλεία Του.
Ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου
Κι ὅσο μεγάλωνε στὸ σῶμα ἡ Μαρίνα, τόσο πιὸ δυνατὴ γινότανε στὴν ψυχή. Ὁ νοῦς τῆς ἦταν ὁλοκάθαρος, ἄδολη ἡ καρδιά της κι ἁγνὴ ἡ ψυχή της. Πρόσεχε τὴν ἁγνότητά της. Πρόσεχε νὰ μὴ μολύνει τὴν ψυχή της. Ἡ πίστη της, κάθε ἡμέρα ποὺ κύλαγε, γινότανε πιὸ ζωντανή. Καὶ σὲ λίγο ἡ Ἁγία, ἐνῶ ἦταν δεκατριῶν - δεκατεσσάρων χρονῶν, ἄρχισε νὰ μιλάει φανερὰ πλέον καὶ χωρὶς φόβο ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστης καὶ ὑπὲρ τῶν Μαρτύρων της.
Δὲν παρέλειπε δὲ ποτὲ νὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὴν πίστη της.
Τὸ ἔλεγε ἄφοβα σὲ κάθε εὐκαιρία. Διαλαλοῦσε μὲ χαρά, ὅτι πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ ὅτι εἶναι Χριστιανή. Στὴν προσευχὴ τῆς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὴν ἀξιώσει κι αὐτὴ μία ἡμέρα νὰ ἀγωνισθεῖ καὶ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη
Τοῦ. Καὶ τοῦτο γιατί γνώριζε, ὅτι τὸ μαρτύριο εἶναι τὸ μεγαλύτερο παράσημο καὶ βραβεῖο, ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ ὅσους Τὸν ἀγαποῦν.
Ὁ πατέρας τῆς Αἰδέσιος, μαθαίνει ὅτι ἔγινε Χριστιανὴ ἡ κόρη του καὶ γίνεται ἔξω φρενῶν. Ψάχνει νὰ βρεῖ τοὺς κατηχητές της. Θέλει νὰ μάθει ποιοὶ ἔκαναν τὴν κόρη τοῦ Χριστιανή, ἀλλὰ δὲν τὸ κατορθώνει. Ἔπειτα γεμάτος ἐκνευρισμὸ κι ἀπειλές, λέει στὴν κόρη του νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ πιστέψει σ' αὐτά. Τὴν πιέζει ν' ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ ἀντ' Αὐτοῦ νὰ ἀκολουθήσει τὴν πίστη τῶν εἰδώλων, τῆς ὁποίας, ἦταν αὐτὸς ἱερέας.
Ἐκείνη ὅμως ἀμύνεται μὲ πεῖσμα. Παρατηρεῖ καὶ ἐλέγχει τὸν πατέρα της. Τοῦ λέει ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ εἴδωλα κρύβεται ὁ Σατανᾶς καὶ ὄχι ὁ Θεὸς ὁ Ἀληθινὸς καὶ ὅτι αὐτὸς ὑπηρετεῖ ψεύτικη θρησκεία καὶ καταπατάει τὴν Ἀλήθεια. Τοῦ λέει ἀκόμη, ὅτι νοιώθει εὐτυχισμένη στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι εἶναι σίγουρη, ὅτι ζεῖ κοντὰ στὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ἀλλά, ποὺ νὰ καταλάβει αὐτὰ ὁ πατέρας της.
Θηρίο ἀνήμερο γίνεται. Ἡ προσβολὴ γι' αὐτὸν εἶναι μεγάλη. Τί νὰ πεῖ στὸν λαό; Τί νὰ πεῖ στοὺς εἰδωλολάτρες, ὅταν ἐκεῖνοι θὰ τὸν ρωτοῦν: γιατί ἔγινε ἡ κόρη σου Χριστιανή;
Γιὰ τὸ «ἐγώ του» τότε ὁ Αἰδέσιος βρίσκει μία μέση λύση: Διατυμπανίζει ἄσπλαχνα, ὅτι ἀποκληρώνει τὴν κόρη του. Διαδίδει παντοῦ, ὅτι οὔτε θέλει νὰ τὴν δεῖ, οὔτε θέλει ν' ἀκούσει πλέον γι' αὐτήν. Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν στενοχωροῦν τὴν νεαρὴ Μαρίνα. Δὲν λέει: - Πῶς θὰ ζήσω ἐγὼ τώρα, ποῦ μὲ κάνει ἀποπαίδι ὁ πατέρας μου; Ἐκείνη δὲν χρειάζεται τὴν στοργὴ τοῦ εἰδωλολάτρη ἱερέα. Ἔχει πλούσια τὴν ἀγάπη τοῦ Οὐράνιου Πατέρα
Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανείς, ὅτι τότε ἡ Μαρίνα ἦταν μόνο δεκαπέντε χρονῶν! Τί πίστη καὶ τί ἀγάπη ἦταν ἐκείνη, ποὺ εἶχε πρὸς τὸν Χριστό!!
Καὶ σὰν νὰ μὴ ἔφθανε αὐτό, ἄλλος πειρασμὸς σὲ λίγο παρουσιάσθηκε μεγαλύτερος.
Ἡ σύλληψη τῆς Ἁγίας καὶ ἡ ὁμολογία της
Στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς τότε ἦταν Ἔπαρχος ἕνας ἄνθρωπος πολὺ κακὸς στὴν ψυχή. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἦταν ὅμοια μὲ τὰ αἱμοβόρα καὶ σαρκοβόρα θηρία καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἦταν Ὀλύβριος. Αὐτὸς ἐρχόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας καὶ πήγαινε στὴν Ἀντιόχεια Στὴν ἡλικία τῶν δεκαπέντε χρονῶν πρὸς τὰ δεκαέξι, ἡ Μαρίνα ἦταν μία ὡραία κόρη. Ἡ καλωσύνη της καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἦταν παντοῦ ὀνομαστές. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἦταν διπλή. Εἶχε τὴν χάρη τοῦ σώματος, ἀλλὰ πιὸ πολὺ τὴν στόλιζε ἡ ψυχική της ὡραιότητα.
Καὶ αὐτὸ τὸ κάλλος της, αὐτὴ ἡ ὑπέροχη ὀμορφιὰ τῆς τράβηξε κάποια μέρα τὴν προσοχὴ τοῦ ἄγριου, φθονεροῦ καὶ θηριόψυχου ἄρχοντα τῆς Ἀνατολῆς Ὀλύβριου. Τὴν συνάντησε τυχαία στὸν δρόμο του καὶ ἡ βάρβαρη, λάγνη καὶ πρωτόγονη καρδιὰ τοῦ ἐνοίωσε ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία, γιὰ τὴν ὡραία νέα. Ἄγριος, ἁμαρτωλὸς καὶ κεραυνοβόλος ἔρωτας κυρίεψε τὴν ψυχή του.
Ἡ ὀμορφιὰ τῆς Χριστιανῆς τὸν εἶχε ἀναστατώσει. Θέλει νὰ τὴν κάνει δική του. Διατάζει τοὺς στρατιῶτες του νὰ τὴν φέρουν κοντά του. Οἱ στρατιῶτες πιάνουν ἀμέσως τὴν ὡραία Μαρίνα καὶ τὴν ὁδηγοῦν στὸν ἀρχηγό τους.
Ὅταν ἔφθασε μπροστὰ στὸν Ὀλύβριο, ἐκεῖνος τὴν κοιτάζει σὰν μαῦρο σατανικὸ γεράκι, ἀλλὰ τὴν ρωτάει μὲ προσποιητικὴ καλωσύνη:
- Πές μου, κόρη μου, πῶς λέγεσαι καὶ σὲ ποιὸν Θεὸ πιστεύεις;
- Μὲ λένε Μαρίνα, κι εὔχομαι ὁλόψυχα νὰ γίνω ταπεινὴ δούλη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ τῶν Χριστιανῶν, ἀπάντησε μὲ θάρρος ἡ νέα. Ὅλοι τὴν κοιτάξανε μὲ ἀπορία καὶ θαυμασμό. Ἡ τόλμη, ἡ ὀμορφιά της καὶ ἡ εὐκολία νὰ δίνει εὔστοχες ἀπαντήσεις, ἄφησαν μ' ἀνοιχτὸ στόμα τὸν εἰδωλολάτρη Ἔπαρχο.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἤτανε μεγάλο πανηγύρι στὸ μέρος ἐκεῖνο.
Προσπάθεια μεταπείσεως τῆς Ἁγίας
Ὅλος ὁ κόσμος πήγαινε ἐκεῖ καὶ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Τότε ὁ Ὀλύβριος διέταξε νὰ βγάλουν τὴν νεαρὴ Χριστιανὴ ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ νὰ τὴν φέρουν κοντά του. Οἱ φρουροὶ χωρὶς ἀργοπορία, τὴν φέρανε δεμένη μπροστά του, σὰν νὰ ἦταν κακούργα Ὁ Ἔπαρχος τότε ἄρχισε νὰ τῆς φέρεται μὲ ψεύτικη εὐγένεια. Διέταξε νὰ τὴν λύσουν καὶ νὰ τῆς φέρουν κάθισμα. Μετὰ ἄρχισε τὶς ἀπειλές, τὴν φοβέριζε ὅτι θὰ τῆς κάνει πολλὰ μαρτύρια καὶ ταλαιπωρίες, ἂν δὲν προσκυνίσει στὰ εἴδωλα.
Ἐγὼ νὰ θυσιάσω στὰ εἴδωλα; Ποτέ! Ἄρχοντα, στὸ εἶπα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Μία εἶναι ἡ εὐτυχία μου: Νὰ γίνω δούλη τοῦ Χριστοῦ. Τίποτε ἄλλο! Σ' αὐτὸν ὑπάρχει ἡ πραγματικὴ εὐτυχία Δὲν ἀλλάζω τὴν πίστη μου! Στὸν Χριστὸ βρίσκεται ὁ ἄφθαρτος πλοῦτος. Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ ψεύτικη εὐτυχία καὶ λάμψη χρυσαφιοῦ. Αὐτὰ περνοῦν. Ἐκεῖνα μένουν.
Ἡ Ἁγία δέρνεται ἀνηλεῶς
Ἀφοῦ δὲν μπόρεσε ὁ τύραννος οὔτε μὲ κολακεῖες, οὔτε μὲ ἀπειλὲς νὰ τὴν μεταπείσει καὶ βλέποντας ὅτι ἐκμεταλεύεται τὴν καλωσύνη του καὶ τὸν προσβάλει, τότε τῆς λέει:
- Τώρα θὰ δοκιμάσεις τὴν ὀργή μου, πίστεψες πῶς μὲ νίκησες; Σὲ περιμένουν πολλὰ καὶ σκληρὰ μαρτύρια. Τὸ ξίφος, ἡ φωτιά, τὸ μαχαίρι, ἡ κρεμάλα, ὁ θάνατος.
- Καμιὰ ἀπειλῆ δὲν μὲ λυγίζει, Ἄρχοντα Τίποτα δὲν μὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν Χριστό μου, οὔτε τὰ βασανιστήρια οὔτε ὁ θάνατος.... Τὴν ἀθάνατη ψυχή μου, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν σκοτώσει;
Ντροπιασμένος ὁ Ὀλύβριος ἀπὸ τὴν γενναία στάση τῆς μικρῆς Χριστιανῆς καὶ μὲ θολωμένο, ἀπὸ κακία κι' ἀπανθρωπιά, μυαλό, διέταξε ἀμέσως ν' ἀρχίσει τὸ μαρτύριό της. Τὴν ἐγύμνωσαν οἱ ραβδοῦχοι μπροστά του τὴν νέα κι' ἄρχισαν νὰ τὴν κτυποῦν βάναυσα μὲ ραβδιά. Τὸ τρυφερὸ κορμὶ τῆς Μάρτυρος ἄρχισε νὰ κοκκινίζει καὶ νὰ ματώνει. Τὸ ἁγνὸ αἷμα τῆς πηδοῦσε ἄφθονο ἀπὸ τὶς πληγές της, οἱ σάρκες τῆς ἄρχισαν νὰ σχίζωνται καὶ οἱ πόνοι τῆς ἦταν τρομεροί. Μὲ σφιγμένα χείλη ὑπομένει καὶ ὑποφέρει, ἀπὸ μέσα τῆς συνεχῶς προσεύχεται. Ζητᾶ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ν' ἀντέξει ὡς τὸ τέλος.
Μετὰ τὸ ἀπάνθρωπο ξύλο ὁ Ἔπαρχος Ὀλύβριος διέταξε νὰ βάλουν τὴν Ἁγία Μαρίνα στὸ πιὸ σκοτεινὸ καὶ ἀνήλιαγο ὑπόγειο τῆς φυλακῆς. Ἤθελε νὰ συνέλθει γιὰ λίγο ἡ Μάρτυς, ὥστε νὰ μπορέσει ν' ἀρχίσει πάλι τὸ τρομερό της μαρτύριο.
Καὶ πάλι στὴ φυλακὴ ἡ Ἁγία
Εκλεισαν πάλι στὴ φυλακὴ τὴν Ἁγία. Ἐκεῖ μέσα ὅμως ἡ Ἁγία συνεχῶς προσεύχεται. Ἡ προσευχὴ σ' αὐτὲς τὶς δύσκολες ὧρες τῆς εἶναι βάλσαμο, παρηγοριὰ καὶ δύναμη.
Δὲν τὴν ἀφήνουν ὅμως γιὰ πολὺ στὸ σκοτεινὸ κελὶ της. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες τὴν βγάζουν ἀπὸ τὴν φυλακη καὶ τὴν ὁδηγοῦν στὸ κτήριο, στὸ ψευτοδικαστήριο. Ἐκεῖ τὴν ρωτοῦν, ἂν ἄλλαξε μυαλό. Ἡ Ἁγία μὲσταθερὴ φωνὴ καὶ θαυμαστὴ γενναιότητα ἀπαντᾶ, ὅτι παραμένει πάντα ἀλύγιστη κι' ἀμετακίνητη στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τότε οἱ εἰδωλολάτρες πλημμύρισαν ἀπὸ κακία, τότε ὁ Ἔπαρχος Ὀλύβριος, ἀγνώριστος ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ φώναξε:
- Κρεμάστε τὴν! Σχίστε τὸ κορμί της μὲ σιδερένια νύχια. Δὲν ἀντέχω ἄλλο...
Μὲ τὰ σκουριασμένα καὶ φαρμακερὰ νύχια, σχίζανε τὸ κορμί της καὶ οἱ σάρκες μὲ τὸ αἷμα γίνονταν μία μάζα τρομερή. Ὁ λαὸς μὲ λύπη κοίταζε αὐτὸ τὸ ἀπάνθρωπο μαρτύριο, ἀπὸ μικροὺς καὶ μεγάλους ἔτρεχαν δάκρυα. Συμπαθοῦσαν τὴν Ἁγία, θαυμάζανε τὸ ἄκακο δεκαεξάχρονο κοριτσάκι, ποὺ θυσιαζότανε, γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ πρωταγωνιστὴς τῶν βασανιστηρίων τῆς Ἁγίας, ὁ Ὀλύβριος, δὲν μποροῦσε νὰ κοιτάζει τὸ κορμὶ τῆς νέας, ποὺ σπάραζε ἀμίλητη στὸ τρομερὸ μαρτύριο. Δὲν εἶχε πιὰ ὀμορφιὰ τὸ κορμὶ τῆς Ἁγίας, ἦταν ἕνα βασανισμένο σκέλεθρο, ἕνα σῶμα, ποὺ τὸ σάρωσε ὁ σίφουνας τῆς κακίας τῶν εἰδωλολατρῶν...
Ὁ ἴδιος ὁ δαίμωνας πολεμᾶ τὴν Ἁγία
Σὰν νὰ μὴν τῆς ἔφθαναν τὰ μαρτύρια ἐκεῖ μέσα, εἶχε νὰ παλαίψει καὶ μὲ τὸ σατανᾶ. Βλέποντας ὁ μιαρὸς σατανᾶς, ὅτι ἡ Ἁγία Μαρίνα προχωροῦσε ἄφοβα στὸ μαρτύριό της καὶ στὴν νίκη τῆς πίστεως, ἀνέλαβε κι αὐτὸς νὰ βοηθήσει τοὺς βασανιστὲς συνεργούς του.
Πῆγε λοιπόν, ὁ σατανᾶς μεσάνυχτα στὸ ὁλοσκότεινο κελὶ τὴν ὥρα, ποὺ ἡ Ἁγία προσευχότανε, καὶ παρουσιάσθηκε μπροστά της σὰν δράκοντας ἀπειλητικός. Τὰ μάτια του στὸ σκοτάδι ἔβγαζαν φωτιὰ κι' ἡ γλώσσα τοῦ ἦταν κόκκινη σὰν ἀναμμένο κάρβουνο, σφύριζε, ἔβγαζε παράξενους ἤχους. Βροντοῦσε καὶ κτυποῦσε γύρω τὴν οὐρά του, προκαλοῦσε ταραχή, σύγχυση καὶ τρόμο.
Ἡ νεαρὴ Μάρτυς δὲν δειλίασε, δὲν σταμάτησε νὰ προσεύχεται. Ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ συνέχισε τὴν θερμὴ προσευχή της, δὲν τοῦ ἔδωσε σημασία Ὁ σατανᾶς τότε νευριάζει καὶ ταράζεται, δὲν μπορεῖ νὰ χωνέψει, πὼς ἕνα κορίτσι δὲν λογαριάζει τὴν ... δύναμή του. Προχωρεῖ, λοιπὸν κατὰ 'πάνω της καὶ τὴν καταπίνει ὁ δράκοντας, μέχρι τὴ μέση. Ἡ Μάρτυς Μαρίνα νοιώθει ἐκείνη τὴν στιγμὴ πὼς μπαίνει στὸ στόμα ἑνὸς θηρίου. Δὲν λυγίζει ὅμως καὶ δὲν σταματᾶ τὴν προσευχή της, ὁ φυσικὸς φόβος τὴν κυριεύει γιὰ λίγο, ἀλλὰ ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς τὴν προλαβαίνει, σηκώνει τὸ δεξί της χέρι καὶ κάνει τὸν Σταυρό της, ἂν καὶ νοιώθει πὼς τὸ μισό της σῶμα βρίσκεται στὸ στόμα τοῦ θηρίου.
Τότε ὁ σατανᾶς δὲν ἀντέχει, τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λέει στὴν προσευχή της ἡ Ἁγία, τὸν τρομάζουν.
Ὁ Σταυρὸς σχίζει σὰν ἀστραφτερὸ μαχαίρι τὴν κοιλιὰ τοῦ σατανᾶ.
Ὁ δράκοντας σκάει μὲ κρότο καὶ ἐξαφανίζεται... Εὐτυχισμένη γιὰ τὸ θαῦμα τῆς προσευχῆς της ἡ Ἁγία ψέλνει καὶ δοξολογεῖ τὸ Χριστό.
Λέει πολλὲς προσευχὲς κι' εὐχαριστίες κι' ὕστερα ἀναπαύεται γιὰ λίγο, γιατί ὁ σατανᾶς καὶ πάλι ἐπιστρέφει παίρνοντας τὴν μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου μαύρου Αἰθίωπα, φοβερὸς στὴν ὄψη.
Ὕστερα ἔγινε σκυλί.
Μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἁγία πιάνει τὸν σατανᾶ
Με τὴν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ Ἁγία Μαρίνα πιάνει τὸν δαίμονα ἀπὸ τὶς τρίχες καὶ τὸν κτυπᾶ μ' ἕνα σφυρί, ποὺ βρέθηκε ἐκεῖ κοντά της. Τὸν κτυπᾶ στὸ κεφάλι καὶ στὴν ράχη, τὸν ταπεινώνει καὶ θριαμβεύει ἡ πίστη της.
Ὁ Σατανᾶς γίνεται καὶ πάλι βασανιστής. Ὁρμάει φοβερὸς τὴν πιάνει ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὴν ἀπειλεῖ... Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τὸν ἀφήνει νὰ προχωρήσει περισσότερο, ἡ δοκιμασία τῆς Ἁγίας ἔχει τελειώσει μὲ νικηφόρο θρίαμβο
Οὐράνια παρηγοριὰ
Ὁ πανηγυρισμὸς τῶν οὐρανῶν γιὰ τὴν νίκη τῆς πανσεμνῆς κόρης Μαρίνας ἐκδηλώθηκε μ' ἕνα Θεῖο φῶς, ποὺ ἄστραψε καὶ ἔλαμψε σ' ὅλο τὸ δεσμωτήριο.
Τὸ φῶς αὐτὸ πηγάζει ἀπὸ ἕνα πελώριο Σταυρό, ποὺ ἀρχίζε ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἔφτανε μέχρι τὸν οὐρανό. Πάνω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ πετοῦσε μία ὁλόλευκη περιστερά.
Ἡ ὀπτασία ἐκείνη φανέρωνε τὴν Τριαδικὴ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ. Τὸ φῶς ἐσήμαινε τὸν Πατέρα, ὁ Σταυρὸς τὸν Υἱὸν καὶ ἡ περιστερὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ θεία ὀπτασία διώχνει τ' ἄγρια σκοτάδια τοῦ δεσμωτηρίου. Γλυκαίνει τὴν ἄγρια καὶ ὑγρὴ ἀτμόσφαιρα τῆς φυλακῆς. Ἡ περιστερὰ χαμηλώνει, πλησιάζει τὴν Ἁγία καὶ τῆς λέει:
-Χαῖρε Μαρίνα, Περιστερὰ τοῦ Θεοῦ! Νίκησες καὶ ντροπίασες τὸν σατανᾶ Χαῖρε σεμνὴ κόρη, ποὺ μίσησες τὶς ἀπολαύσεις καὶ ἀγάπησες τὸν Χριστό. Χαῖρε, διότι πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς δόξης σου. Πλησιάζει ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ στεφανωθεῖς μὲ τὸ στεφάνι τῆς νίκης.
Χαῖρε φρόνιμη παρθένε, διότι γιὰ σένα ἀνοίγει ὁ νυμφώνας τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Εἶσαι ἡ ἁγνή, ἡ καθαρή, ἡ ἀστράπτουσα, ἡ ἀγρυπνοῦσα!....
Γεμάτη ἔκπληξη καὶ θαυμασμὸ στέκεται τώρα ἡ Ἁγία, καταλαβαίνει, πὼς ἡ φωνὴ τῶν οὐρανῶν τὴν προετοιμάζει καὶ τὴν καλεῖ...
Κάτι παράξενο ὅμως βλέπει νὰ γίνεται καὶ στὸ σῶμα της. Οἱ πληγὲς τῆς τώρα, δὲν τὴν πονοῦν. Βάζει τὸ χέρι νὰ τὶς ψηλαφίσει, ἀλλὰ διαπιστώνει, ὅτι οὔτε σημάδι ἀπὸ τραῦμα δὲν ὑπάρχει στὸ σῶμα της. Ἔχει θεραπευθεῖ τελείως!
Ἀγαλλίαση καὶ εὐφροσύνη πλημμυρίζουν ὅλο τὸ εἶναι τῆς γεμίζει ἀπὸ εὐτυχία καὶ χαρά. Καὶ πάνω στὴ χαρὰ τῆς δοξολογεῖ τὸν Θεό. Τὸν εὐχαριστεῖ, γιὰ τὴν νίκη τῆς κατὰ τοῦ διαβόλου.
-Σ' εὐχαριστῶ, Κύριε, λέει, ποὺ βύθισες τὰ φαντάσματα τοῦ σατανᾶ στὶς ἀβύσσους. Ζητῶ ἀκόμα χάρη, Κύριε, ἀπὸ τὴν Ἀγαθότητά Σου: Ἀξίωσε μὲ ν' ἀναγεννηθῶ μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καὶ νὰ γίνω ἔτσι ἄξια νὰ δῶ τὸν Παράδεισο.
Ἡ Ἁγία σύρεται καὶ πάλι στὸ κριτήριο
Ὅταν ξημέρωσε, ὁ Ἔπαρχος διέταξε νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὴν Ἁγία καὶ νὰ τὴν φέρουν μπροστά του.
Ὁ Ἔπαρχος Ὀλύβριος τὴν βλέπει γεμάτη χαρὰ καὶ ὑγεία καὶ ἀπορεῖ, καὶ τῆς λέει:
- Βλέπεις, Μαρίνα, πόσο καλὰ φέρονται οἱ θεοὶ μαζί σου; λυπήθηκαν τὴν ὀμορφιά σου καὶ σὲ ἔκαναν, ὅπως πρίν, λαμπερὴ καὶ ὡραία. Δεῖξε λοιπόν, καὶ σὺ τὴν εὐγνωμοσύνη σου. Ἀφιερώσου στοὺς θεούς, γίνε καὶ σὺ ἱέρεια, ὅπως εἶναι καὶ ὁ πατέρας σου...
-Ἐμένα, Ἄρχοντα, ἀποκρίθηκε, δὲν μὲ γιάτρεψαν οἱ νεκροὶ θεοί σου, ἀλλὰ ὁ Ἀληθινὸς Θεός, ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν. Ἐκεῖνος εἶναι τὸ Φῶς, ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀθανασία!
Ἡ Ἁγία Μαρίνα ἀξιώνεται τοῦ Θείου Βαπτίσματος παρὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος
Θηρίο γίνεται ὁ Ἄρχοντας ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια της Μάρτυρος. Χωρὶς ν' ἀλλάξει κουβέντα, διατάζει ἀμέσως νὰ κρεμάσουν τὴν Μαρίνα γυμνὴ καὶ ν' ἀρχίσουν νὰ καῖνε τὸ κορμί της καὶ τὸ στῆθος της μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ὁ πόνος εἶναι μεγάλος, τρομερὸς κι' ἀβάσταχτος. Πάνω σ' αὐτὸ τὸ ἀπάνθρωπο βασανιστήριο δὲν φωνάζει, δὲν κλαίει γοερά. Ὑπομένει καρτερικὰ καὶ προσεύχεται.
Ὕστερα διέταξε ὁ Ἄρχοντας νὰ φέρουν τὴν Ἁγία κοντά του στὸ μεγάλο καζάνι, ποὺ τὸ νερὸ ἔβραζε καὶ εἶπε στοὺς δήμιούς του νὰ τὴν πετάξουν μέσα ζωντανή! Ἐκεῖνοι τὴν ἁρπάξανε καὶ τὴν βουτήξανε μὲ τὸ κεφάλι κάτω μέσα στὸ καζάνι. Τὴν ὥρα ἐκείνη ὅμως προσευχήθηκε ἡ Ἁγία μὲ βροντερὴ φωνὴ καὶ λέει:
- Κύριε τῶν Οὐρανῶν, ρίξε τὸ βλέμμα σου στὴν δούλη Σου... Λύσε μὲ ἀπὸ τὰ δεσμὰ αὐτὰ καὶ κᾶνε τὸ θαῦμα Σου. Κᾶνε τὸ νερὸ αὐτὸ ποὺ κοχλάζει, νὰ γίνει νερὸ βαπτίσεώς μου. Ἔτσι θὰ ἀνακαινισθῶ καὶ θὰ φορέσω τὸ καινούργιο ἔνδυμα τὸ ἀθάνατο...
Δὲν περνᾶ πολὺ ὥρα καὶ ἡ γῆ συγκλονίζεται, ὅλα σείονται συθέμελα Κάτι φαίνεται ξαφνικὰ σὰν λάμψη καὶ σὰν ἀστραπή, βλέπουν πάνω σ' αὐτὸ ἕνα κατάλευκο περιστέρι, ποὺ κρατοῦσε στεφάνι... Εἶδαν ἕνα πύρινο στύλο ἀπὸ φῶς καὶ πάνω ἀπ' αὐτὸν ἕνα ἐπιβλητικὸ Σταυρό.
Μὲ κομμένη ἀνάσα, εἶδαν ἔπειτα τὴν Ἁγία νὰ σηκώνεται ἀπὸ τὸ καζάνι φωτισμένη ἀπὸ ἕνα φῶς Οὐράνιο καὶ νὰ προσεύχεται, τὸ ζεματιστὸ νερὸ εἶχε γίνει νερὸ βαπτίσεως, όπως τὸ εἶχε ζητήσει.
Ἡ κλήση τῆς Ἁγίας στὸν Παράδεισο καὶ τὸ πλῆθος ποὺ πίστεψε
Ὅλοι βλέπουν καθαρὰ τὴν περιστερὰ νὰ χαμηλώνει καὶ νὰ πλησιάζει τὴν Μαρίνα καὶ νὰ βάζει τὸ στεφάνι, ποὺ κρατεῖ στὸ ράμφος της στὸ κεφάλι τῆς Μάρτυρος καὶ νὰ τῆς λέει μὲ γλυκεία ἀνθρώπινη φωνή:
Εἰρήνη σὲ σένα, δούλη τοῦ Θεοῦ. Ἔχε θάρρος καὶ πάρε αὐτὸ τὸ στεφάνι, ποὺ στὸ χαρίζει ὁ Οὐράνιος Πατέρας! Ἔλα κοντὰ μᾶς Μαρίνα, ἔλα στὸν οὐρανὸ γιὰ ν' ἀπολαύσεις τὸ ἄφθαρτο στεφάνι τοῦ Μαρτυρίου καὶ τῆς νίκης. Ἔλα ν' ἀναπαυθεῖς κοντὰ στὰ θεία καὶ Οὐράνια σκηνώματα...
Μὲ τὰ τελευταία αὐτὰ λόγια, ποὺ ἀκούγονται ἀπὸ τὴν θεία φωνή, τὸ πλῆθος δὲν κρατιέται. Πυρετὸς πίστεως τὸ συγκλονίζει καὶ φωνάζει συνεπαρμένο:
- Θαῦμα μέγα! Θαῦμα φανερό! Εἶναι Ἁγία! Ὁ Χριστὸς εἶναι ἀληθινὸς Θεός!
Οἱ στρατιῶτες περνοῦν ἐντολὴ νὰ κτυποῦν ἀλύπητα ἐκείνους, ποὺ μιλοῦν μὲ θαυμασμό, γιὰ τὴν Μάρτυρα. Ὅλοι μὲ τὸν Χριστό! Ὅλοι μὲ τὸν Ναζωραῖο! Μαζί Του, κι ἂς πεθάνουμε! Γέροι, νέοι, κοπέλες, ἄνδρες, γυναῖκες, φωνάζουν δυνατά. Ἡ σύγχυση εἶναι μεγάλη, ὅλα ταράζονται καὶ κλονίζονται ἀπὸ τὰ θαύματα
Ὁ Ἔπαρχος βλέπει τὸν λαὸ νὰ βρίζει πλέον τὰ εἴδωλα καὶ τὰ χάνει. Διατάζει νὰ κηρυχθεῖ ὁ νόμος τῆς βίας καὶ τοῦ αἵματος... Χιλιάδες πρώην εἰδωλολάτρες εἶναι τώρα Χριστιανοί, πιστεύουν στὸν Χριστό! Ὁ Ἔπαρχος διατάζει νὰ γίνουν σφαγὲς ἄγριες. Τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων πλημμυρίζει τοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες. Οἱ πιστοί του Ναζωραίου πληθύνονται, πολλαπλασιάζονται...
Τὸ ἔγκλημα τοῦ Ἐπάρχου ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες παίρνει μορφὴ τραγωδίας. Ὁ ἀντίχριστος ἡγεμόνας, ἀχόρταγος ἀπὸ αἷμα ἀθώων Χριστιανῶν, κάνει τὴν ἐπαρχία τοῦ σωστὸ νεκροταφεῖο. Χιλιάδες κορμιὰ ἡρώων της πίστεως εἶναι σωριασμένα στοὺς δρόμους. Χιλιάδες εἰδωλολάτρες βαπτίζονται Χριστιανοὶ στὸ ἴδιο τους τὸ αἷμα. Τὸ αἷμα τῆς Θυσίας καὶ τῆς Ὁμολογίας τῆς πίστεως...
Λέγεται, πὼς ἐκείνη τὴν περίοδο, ὁ αἱμοχαρὴς καὶ θυριόψυχος ἄρχοντας ἐξώντωσε 15.000 ἄνδρες, ποὺ ὠμολο-γήσανε γιὰ Θεὸ τὸν Χριστό. Σ' αὐτοὺς δὲν ὑπολογίζονται οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά...
Ἡ Ἀποκεφάλιση τῆς Ἁγίας
Ὁ θηριόψυχος Ἔπαρχος Ὀλύβριος, ξέρει καλά, ὅτι αὐτὴ ἡ μικρὴ Χριστιανή, ἡ Μαρίνα, μὲ τὴν πίστη της καὶ τὰ θαύματα, ποὺ ἔγιναν ἐξ'αἰτίας της, εἶναι ἡ αἰτία τοῦ ξεσηκομοῦ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ παραληρήματος τῆς πίστεως. Θέλει λοιπὸν τὸ συντομώτερο νὰ τὴν βγάλει ἀπὸ τὴν μέση. Ὅσο ἐκείνη ζεῖ, ἡ πίστη φουντώνει, οἱ Χριστιανοὶ τονώνονται, δυναμώνουν καὶ πολλαπλασιάζωνται. Διατάζει, λοιπόν, νὰ τὴν θανατώσουν. Οἱ δήμιοι ἀργὰ - ἀργὰ καὶ μὲ βαρεία καρδιὰ τὴν ὁδηγοῦν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως.
Μαθαίνει ὁ λαός, ὅτι ὁδηγοῦν τὴν νεαρὴ Χριστιανὴ στὸν τόπο τῆς καταδίκης καὶ τὴν ἀκολουθεῖ. Τῆς παραστέκεται μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη στὴν δύσκολη ὥρα, στὴν τελευταία της στιγμή. Ἡ Ἁγία Μαρίνα ὅταν ἔφτασε στὸν τόπο τῆς καταδίκης παρακάλεσε τὸν δήμιο πρὶν τὴν ἀποκεφαλίσουν νὰ τῆς δώσει λίγη διορία χρόνου γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ μιλήσει στὸ πλῆθος. Καὶ ἡ Ἁγία Μαρίνα βρίσκει κουράγιο καὶ παίρνει δύναμη ἀπὸ τὴν πίστη της καὶ διδάσκει τὸν λαό. Τοὺς λέει νὰ κρατήσουν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἂς πάθουν ὁτιδήποτε σὲ τούτη τὴ ζωή.
Ἡ Τελευταία προσευχὴ τῆς Ἁγίας
Επειτα προσεύχεται, ἀλλὰ μὲ δάκρυα στὰ μάτια, κλαίει γιὰ κείνους, ποὺ πεθαίνουν χωρὶς νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν νόμο τῆς Ἀγάπης Του.
Ἡ Ἁγία σήκωσε τὰ χέρια ψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε:
«Ἄναρχε, Ἀθάνατε, ἄχρονε, ἀκηστε, ἀκατάληπτε καὶ ἀνεξιχνίαστε Κύριε, Θεὲ τῶν ὅλων καὶ δημιουργὲ πάσης κτίσεως, προνοητὰ καὶ σῶτερ ὅλων οποῦ ἐ/ς Σὲ ἔλπιζουσι, εὐχαριστῶ σοί, δποὺ μὲ ἔφερες εἰς τὴν ὥραν ταύτην καὶ ἠγγισα εἰς τὸν στέφανον τῆς δικαιοσύνης σου. Ὑμνῶ καὶ εὐλογῶ τὴν ἀναρίθμητον εὐσπλαχνίαν καὶ φιλανθρωπίαν σου ὁπού ἠθέλησες νὰ μὲ σύνταξης μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς δούλους σου. Ἐπιβλεψον καὶ τώρα ἒπ' ἔμε τὴν ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριέ του ἐλέους, παντοκράτωρ καὶ παντοδύναμε, ἔπακουσόν της προσευχῆς μου καὶ πλήρωσάν μου τὰ αἰτήματα εἰς ἔπαινον καὶ τιμὴν καὶ δόξαν τοῦ ὑπεραγίου καὶ προσκυνητοΰ Σοὺ ὀνόματος, χάρισαι τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων ἐκείνων, δποῦ θέλουν οἰκοδομήσει ἐκκλησίαν εἷς τὸ ὄνομα τῆς δούλης σου, νὰ λειτουργῶσιν εἰς αὐτὴν προσευχόμενοι, ἡ γράφουσι, τὸ μαρτύριον τῆς ἀθλήσεώς μου καὶ τὸ αναγινωσκουσι μετὰ Πίστεως, μνημονεύοντες τὸ ὄνομα τῆς δούλης σου καὶ καρποφορουσι τὸ κατὰ δύναμιν ὅλων αὐτῶν, λέγω, ὅσοι θεραπεύουσιν τὸ οἴκητηριόν του σώματός μου, οποῦ ἔμαρτυρησεν δὶ ἄγαπήν σου, συνχώρησὸν τὰς ἁμαρτίας κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεως αὐτῶν καὶ μὴ ἔγγιση χεὶρ κολαστήριος, οὔτε πείνα, οὐδὲ θανατικῶν, ἢ ἄλλη βλάβη ψυχῆς ἡ σώματος.
Ὅσοι δὲ θέλουν μὲ ἑορτάσει δοξολογοΰντες μετὰ Πίστεως καὶ σοὺ ζητήσουν σωτηρίαν καὶ ἔλεος διὰ μέσον μου, χάρισαί τους εἰς τοῦτον τὸν κόσμον τὰ ἀγαθά σου, νὰ πορεύωνται πρὸς αὐτάρκειαν ἄξιωσον δὲ αὐτοὺς καὶ τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας σου. Ὅτι σὺ εἰ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ τῶν ἀγαθῶν δοτὴρ εἷς τους αἰώνας. Ἀμήν».
Τὴν ὥρα τῆς τελευταίας της ἐκείνης προσευχῆς ἔγινε καὶ πάλι σεισμός! Ὅλοι δοξάσανε τὸν Θεό. Τότε καὶ ὁ δήμιος τὰ ἔχασε. Τοῦ ἔπεσε τὸ ξίφος ἀπὸ τὸ χέρι του. Τότε ὁ Κύριος βρέθηκε δίπλα της νοητὰ μὲ πολλοὺς Ἀγγέλους καὶ λέει στὴν Ἁγία Μαρίνα:
«Ἔχε θάρρος Μαρίνα ἔυρες Χάριν καὶ παρρησίαν ἐνώπιόν μου. Ἦρθα νὰ παραλάβω τὴν ψυχήν σου εἷς τὰ οὐράνια σκηνώματα. Ἢ προσευχή σου εἴσηκουσθη. Τὸ αἴτημά σου θὰ γίνη. Ὅσοι μετὰ Πίστεως σὲ παρακαλοῦν καὶ σὲ βάζουν μεσίτρια θὰ ἐκπληρώνω τὰ αἰτήματά τους. Ἔλα νὰ ἀπόλαυσης τὴν ἐν οὔρανοϊς βασιλείαν μου ποῦ τόσον ἔπαθες διὰ τὸ δνομά μου».
Τότε ἡ Ἁγία γέμισε χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ εἶπε στὸ δήμιο νὰ κάνει ὅτι τὸν πρόσταξαν, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ὑπάκουσε. Ἔπειτα μὲ τὴν ἐνθάρρυνση τῆς Ἁγίας, ἐπίασε τὸ ξίφος καὶ ἔκοψε τὸ κεφάλι στὶς 17 Ἰουλίου. Τῆς ἁγνῆς Χριστιανῆς, τῆς τρυφερῆς παρθένας, τῆς ἡρωίδος τοῦ Χριστοῦ ...
Ἡ ὁλόλευκη ψυχὴ τῆς ἀνέβηκε χαρούμενη στοὺς Οὐρανούς. Ἐκεῖ ζεῖ παντοτεινὰ στὴν αἰώνια χαρὰ καὶ τὴν ἀτελείωτη εὐτυχία. Ἡ πρόσκαιρη ζωὴ τῆς εἶχε τελειώσει. Εἶχε τελειώσει ἠρωϊκὰ καὶ γενναία. Τὸ Ἅγιο καὶ Ἱερὸ Λείψανο τῆς πῆραν κρυφὰ οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια.
πηγη:
ΒΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ
ΣΟΦΙΚΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου